Ο ρόλος της δίαιτας και της άσκησης στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη.

 

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που η εξάπλωσή του λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις. Χαρακτηριστικά στη προσεχή δεκαετία προβλέπεται μία αύξηση 72% του επιπολασμού του διαβήτη παγκοσμίως. Στα αίτια αυτής της επιδημίας περιλαμβάνονται η αύξηση του μέσου όρου ζωής και ο δυτικός τρόπος ζωής, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και αυξημένη πρόσληψη τροφής. Τα ανωτέρω οδηγούν στην ανάπτυξη παχυσαρκίας και ινσουλινοαντοχής. Ο συνδυασμός της επίκτητης ινσουλινοαντοχής με την ύπαρξη γεννητικής προδιάθεσης μειωμένης ικανότητας για έκκριση ινσουλίνης οδηγεί στην εμφάνιση της νόσου. Θα πρέπει να επισημανθεί μία ανησυχητική αύξηση της συχνότητας του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά και στους εφήβους, ως συνέπεια παχυσαρκίας. Παρόλα αυτά οι δυσκολίες για την διαχείριση του διαβήτη δεν έχουν αντιμετωπιστεί. Mε τα δεδομένα της χρονιότητας της νόσου και των χρόνιων επιπλοκών που συνεπάγεται σε μεγάλο αριθμό ασθενών, ο διαβήτης αποτελεί ένα σημαντικό ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα για τους ασθενείς, τις οικογένειες τους αλλά και το σύστημα υγείας κάθε χώρας.

Τα άτομα με διαβήτη θα πρέπει να γνωρίζουν την έκταση και τη σημασία της νόσου, την αντιμετώπιση και τους τρόπους πρόληψης της. Τα εξατομικευμένα μακροχρόνια εντατικά προγράμματα, που χρησιμοποιούν συμπεριφοριστικά στοιχεία φαίνεται πως αποδίδουν ικανοποιητικά. Στα πλαίσια της θεραπευτικής αγωγής, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική η ομαλοποίηση του γλυκαιμικού ελέγχου, όπως επίσης η επιθετική αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου, με στόχο τη μείωση ή επιβράδυνση της εξέλιξης των χρόνιων επιπλοκών. Η συμβολή της κατάλληλης διατροφικής αγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντική στην πρόληψη ή διαχείριση υπάρχοντος σακχαρώδους διαβήτη, όπως επίσης και στην πορεία εξέλιξης των χρόνιων επιπλοκών του διαβήτη.

Σε μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2016 ερευνήθηκαν τα αποτελέσματα της παρέμβασης στον τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεων στη διατροφή , στη σωματική δραστηριότητα  και της εκπαίδευσης των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 σε αυτές τις αλλαγές. Η μέση ηλικία των ασθενών κυμαίνεται από 50-67,3 έτη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η παρέμβαση στη διατροφή έδειξε βελτίωση της γλυκοζυλιωμένης, συστολικής / διαστολικής αρτηριακής πίεσης και HDL-c, με εξαίρεση την LDL-c και τον δείκτη μάζα σώματος, υποδηλώνοντας ότι η διατροφική παρέμβαση είχε σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 (Huang et al.,2016).

 

Επίσης, η μελέτη του Cradock και των συνεργατών του εξετάζει τα αποτελέσματα των  αλλαγών των διατροφικών συνήθειών και της φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με  την γλυκοζυλιωμένη και το βάρος σε άτομα με διαβήτη. Τα αποτελέσματα της παρέμβασης ήταν η μείωση της γλυκοζυλιωμένης σε 3 και 6 μήνες( Cradock et al.,2017).

 

Σε μια πρόσφατη μετα-ανάλυση εξετάστηκε ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται η διατροφική συμπεριφορά με τον διαβήτη τύπου 2 και πως σχετίζεται με αλλαγές στην γλυκοζυλιωμένη και το σωματικό βάρος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο έλεγχος ή η αλλαγή του περιβάλλοντος έδειξαν μεγαλύτερη μείωση της γλυκοζυλιωμένης (HbA1c) κατά 0,5% , σε σύγκριση με 0,32% για μελέτες που στοχεύουν στην αλλαγή συμπεριφοράς. Περιορισμοί της μελέτης μας ήταν η ανομοιογένεια των διαιτητικών παρεμβάσεων και η κακή ποιότητα αναφοράς των τεχνικών αλλαγών συμπεριφοράς (BCT). Οι ερευνητές κατέληξαν ότι  η αλλαγή του διαιτητικού περιβάλλοντος μπορεί να έχει μεγαλύτερη επίδραση στην γλυκοζυλιωμένη σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 2 από την αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς (Quinlan  et al., 2017).

 

 

Επιπλέον, ο σκοπός της έρευνας του Flynn και των συνεργατών του, ήταν να διερευνήσει τις τεχνικές αλλαγής συμπεριφοράς που σχετίζονται με αυξημένα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας και βελτιωμένη γλυκοζυλιωμένη σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 2. Μόνο 4 από τις 21 τεχνικές αλλαγής συμπεριφοράς είχαν σημαντική συσχέτιση με αυξημένη φυσική δραστηριότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση της γλυκοζυλιωμένης και τον καλύτερο έλεγχο του γλυκαιμικού προφίλ των ασθενών με διαβήτη (Flynn et al., 2015).

Σε μια άλλη μελέτη διερευνήθηκε η επίδραση των υδατανθράκων σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.  Ειδικότερα, αν η διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (HC) και η δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (LC) έχουν επίδραση σε γλυκόζη, λιπίδια και σωματικό βάρος σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.  Οι δύο δίαιτες είναι αποτελεσματικές το ίδιο, και έχουν ως αποτέλεσμα απώλεια βάρους και γλυκοζυλιωμένη, μείωση των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος, και χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνης-χοληστερόλης (LDL-C) ( Jung & Choi, 2017).

 

Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι οι συνδυασμένες παρεμβάσεις διατροφής και φυσικής δραστηριότητας πέτυχαν κλινικά σημαντικές μειώσεις της γλυκοζυλιωμένης. Εντοπίσαμε τέσσερις BCT και εννέα χαρακτηριστικά επέμβασης που σχετίζονται με μειώσεις στο HbA1c. Αυτά τα διερευνητικά ευρήματα μπορούν να καθοδηγήσουν μελλοντικές έρευνες για τα BCT, όπως «οδηγίες για την εκτέλεση συμπεριφοράς», «πρακτική συμπεριφοράς / πρόβα», «σχεδιασμός δράσης» και «επίδειξη συμπεριφοράς» που φαινόταν να συνδέονται με καλύτερα αποτελέσματα στον τύπο 2 διαβητικούς ενήλικες εκτός από τα χαρακτηριστικά παρέμβασης που εντοπίστηκαν.

 

Η διατροφή είναι σημαντικό κομμάτι στην αντιμετώπιση του διαβήτη. Οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων στον ορό και να μειώσουν τα επίπεδα υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών-χοληστερόλης που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιαγγειακες παθήσεις. Ωστόσο, αν η διατροφή είναι πλούσια σε φυτικές ίνες και υπάρχει κατανάλωση τροφίμων χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη  / χαμηλού γλυκαιμικού φορτίου μπορεί να έχει ένα θετικό αποτέλεσμα. Η διατροφή αυτή συστήνεται σε άτομα με σακχαρωδη διαβήτη.  Η πρόσληψη υδατανθράκων θα πρέπει να εξατομικεύεται και η χαμηλή θερμιδική πρόσληψη παραμένει καθοριστικός παράγοντας για τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και τη μείωση του σωματικού βάρους.

 

Οι παρεμβάσεις στις διατροφικές συνήθειες και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας οδηγεί σε σημαντική μείωση της γλυκοζυλιωμένης και του σωματικού βάρους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τον καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης και την καθυστέρηση εμφάνισης των επιπλοκών του διαβήτη.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ