Σακχαρώδης διαβήτης και διατροφή

 

 

Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ)  αποτελεί ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που η εξάπλωσή του λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις. Χαρακτηριστικά στη προσεχή δεκαετία προβλέπεται μία αύξηση 72% του επιπολασμού του διαβήτη παγκοσμίως. Στα αίτια αυτής της επιδημίας περιλαμβάνονται η αύξηση του μέσου όρου ζωής και ο δυτικός τρόπος ζωής, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και αυξημένη πρόσληψη τροφής. Τα ανωτέρω οδηγούν στην ανάπτυξη παχυσαρκίας και ινσουλινοαντοχής. Ο συνδυασμός της επίκτητης ινσουλινοαντοχής με την ύπαρξη γεννητικής προδιάθεσης μειωμένης ικανότητας για έκκριση ινσουλίνης οδηγεί στην εμφάνιση της νόσου. Σύμφωνα με τον WHO (Π.Ο.Υ.)  πανω απο 460. εκατομμύρια άνθρωποι νοσούν παγκοσμίως απο σακχαρώδη διαβήτη. Στην Ελλάδα το 10-12% του πληθυσμού εχει διαβήτη ενω υπάρχει και ενα ποσοστό 3-4% που δεν γνωρίζει οτι πάσχει απο την νοσο. Επιπλέον, ο διαβήτης προβλέπεται να γινει η 7η κύρια αιτία θανάτου στον κόσμο απο το έτος 2030(WHO, 2015).

 

Ορισμός, ταξινόμηση και κίνδυνοι

 

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος που εμφανίζεται όταν το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή όταν το σώμα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ινσουλίνη που παράγει. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που ρυθμίζει το σάκχαρο του αίματος (WHO,1999). Ο διαβήτης είναι μια ομάδα μεταβολικών νόσων, που χαρακτηρίζονται από υπεργλυκαιμία και προκύπτουν από ατέλειες στην έκκριση ινσουλίνης, τη δράση της ινσουλίνης ή και τα δύο. Η χρόνια υπεργλυκαιμία του διαβήτη σχετίζεται με μακροχρόνια βλάβη, δυσλειτουργία και αποτυχία διαφόρων οργάνων, ειδικά στα μάτια, στα νεφρά, στα νεύρα, στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία (WHO,2015). Οι παραπάνω μεταβολικές διαταραχές στην εξελικτική πορεία της πολυσυστηματικής αυτής νόσου, συνδυάζονται με μικροαγγειοπάθεια, μακροαγγειοπάθεια και νευροπάθεια. Οι σοβαρές αυτές εκδηλώσεις αναγνωρίζονται ως «επιπλοκές» του διαβητικού συνδρόμου και υπάρχουν ενδείξεις, οι οποίες ευνοούν την άποψη ότι η αποκατάσταση συνθηκών ευγλυκαιμίας και η σταθεροποίηση στα φυσιολογικά όρια των βιοχημικών παραμέτρων, προφυλάσσει το διαβητικό απ’ αυτές ή τουλάχιστον απομακρύνει το χρόνο της εγκατάστασης τους και σε μερικές περιπτώσεις αναστρέφει τις πρώιμες βλάβες. Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι ο χρόνος της θεραπευτικής παρέμβασης και η έγκαιρη επίτευξη του μεταβολικού ελέγχου είναι υψίστης σημασίας για την αναστροφή των πρώιμων βλαβών και την αναστολή της εξέλιξης της μικροαγγειακής νόσου(Χαράλαμπος ,1995). Ο σακχαρώδης διαβήτης, όπως διατυπώθηκε στον παραπάνω ορισμό, δεν αποτελεί ενιαία νοσολογική οντότητα, αλλά σύνδρομο ή ομάδα συνδρόμων με διάφορο και ποικίλο κλινικό φάσμα, αποτέλεσμα συνδυασμού γενετικών, ανοσολογικών, βιοχημικών, περιβαλλοντικών και επιδημιολογικών παραγόντων με αδιευκρίνιστη ακόμα αιτιολογία.

 

Ανάλογα με τη διαταραχή της ινσουλίνης υπάρχουν 4 κλινική τύποι (Deshpande, Harris-Hayes & Schootman, 2008)  Επιστημονική Ομάδα Εργασίας Σακχαρώδη Διαβήτη,2019):

 

Τύπου Ι ή νεανικός ή ινσουλινοεξαρτώμενος, προκύπτει από αυτοάνοση καταστροφή των βήτα κυττάρων του πάγκρεατος και χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη παραγωγής ινσουλίνης. Στον τύπο αυτό τα παγκρεατικά κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη καταστρέφονται με αυτοάνοσο μηχανισμό (δηλαδή από αντισώματα που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός) .

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 εμφανίζεται σε ηλικίες κάτω των 30 ετών και κυρίως στην παιδική και εφηβική ηλικία. Αφορά το 5-10% των διαβητικών και μπορεί να είναι αυτοάνοσος ή ιδιοπαθής(Χαράλαμπος ,1995). Σαν απόρροια της ολικής ή μερικής ένδειας ινσουλίνης, η νόσος χαρακτηρίζεται από αιφνίδια κλινική εισβολή, τάση για ανάπτυξη κέτωσης και απόλυτη εξάρτηση από την χορήγηση εξωγενούς ινσουλίνης.

 

Η συμπτωματολογία κατά την έναρξη της νόσου μπορεί να είναι από ήπια έως θορυβώδης, ιδίως στα μικρά παιδιά και τους εφήβους, λόγω της παντελούς έλλειψης ινσουλίνης. Τα κλασσικά συμπτώματα του σακχαρώδους διαβήτη με την πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, απώλεια σωματικού βάρους, σε αρκετές περιπτώσεις οδηγούν τον ασθενή στο νοσοκομείο με την εικόνα ενός προδιαβητικού ή διαβητικού κώματος. Συμπτώματα όπως απώλεια σωματικού βάρους, αδυναμία συγκέντρωσης, αίσθημα κόπωσης, υπνηλία και σημαντικού βαθμού απώλεια μυϊκής μάζας μπορεί να εξηγηθούν από τον γενικό υπερκαταβολισμό και την αύξηση της γλυκονεογένεσης της μυϊκής μάζας (Κατσιλάμπρος , 2005).

 

Τύπου ΙΙ ή ενηλίκων, Ο διαβήτης τύπου 2 παλαιότερα ονομαζόταν διαβήτης των ενηλίκων ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης, κλασσικά συνδυάζεται με παχυσαρκία, μικρότερη πιθανότητα για εμφάνιση κετοξέωσης και την απουσία της απόλυτης εξάρτησης από την ινσουλίνη για επιβίωση. Στα αρχικά στάδια της νόσου ο ασθενής αντιμετωπίζεται με αντιδιαβητικά δισκία. Σε προχωρημένα στάδια όμως τα παγκρεατικά κύτταρα ανεπαρκούν και γίνεται απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης ως θεραπεία. Σημαντικό ρόλο στην ύπαρξη αυτού του διαβήτη έχει η γενετική προδιάθεση, η οποία συνδέεται στενά με το περιβάλλον που μπορεί να εμπεριέχει παράγοντες κινδύνου. Οι παράγοντες αυτοί είναι η ηλικία, η χαμηλή φυσική δραστηριότητα, η παχυσαρκία, η φυλή, η ινσουλινοαντοχή και ο προϋπάρχων διαβήτης κύησης. Ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηριστικά εμφανίζεται μετά την ηλικία των 40 ετών, εμφανίζει υψηλό ποσοστό γενετικής διήθησης, που δεν σχετίζεται με  γονίδια και σχετίζεται με την παχυσαρκία (Ράπτης ,1998).

 

Σε γενικές γραμμές, ο διαβήτης τύπου 2 τυπικά χαρακτηρίζεται από απουσία κλινικών συμπτωμάτων επί σειρά ετών και βαθμιαία εισβολή της νόσου με παρουσία πολυουρίας και πολυδιψίας για αρκετές εβδομάδες ή και μήνες πριν την επίσημη έναρξή του. Τα κλασσικά συμπτώματα του διαβήτη τύπου 2 είναι η υπεργλυκαιμία, η πολυδιψία, η πολυουρία, η πολυφαγία και η απώλεια βάρους.

 

Διαβήτης της κύησης. Με αυτό τον όρο ονομάζεται η εμφάνιση και διάγνωση διαβήτη ή διαταραχή της ανοχής της γλυκόζης που παρουσιάζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εξ’ ορισμού σε αυτήν την ομάδα δεν συμπεριλαμβάνονται γυναίκες με διαβήτη γνωστό πριν την έναρξη της εγκυμοσύνης. Ο διαβήτης κύησης εμφανίζεται συνήθως κατά το 2Ο  και 3Ο τρίμηνο της κυοφορίας, όταν τα επίπεδα των ορμονών που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης είναι υψηλά, επιφέροντας έτσι την μειωμένη δραστικότητα της ινσουλίνης (π.χ. τα οιστρογόνα μειώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη)(Metzger ,1996). Ο διαβήτης κύησης απαιτεί εξειδικευμένη θεραπεία για το υπόλοιπο της εγκυμοσύνης ώστε να αποφευχθούν οι σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει. Αντιμετωπίζεται με δίαιτα και ινσουλίνη.

 

Ομάδα άλλων τύπων διαβήτη που προκαλούνται από συγκεκριμένα γενετικά ελαττώματα της λειτουργίας των βήτα κυττάρων ή της δράσης της ινσουλίνης, παθήσεις του παγκρέατος ή φάρμακα ή χημικές ουσίες. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ΣΔ που οφείλονται σε φάρμακα, ορμονικές διαταραχές, νοσήματα του παγκρέατος, γενετικά σύνδρομα.

 

 

Ποια προβλήματα υγείας μπορεί να αναπτύξουν τα άτομα με διαβήτη;

 

Με την πάροδο του χρόνου, η υψηλή γλυκόζη αίματος οδηγεί σε προβλήματα όπως π.χ

 

  • καρδιακή ασθένεια
  • εγκεφαλικό
  • νεφρική Νόσος
  • προβλήματα στα μάτια
  • οδοντική ασθένεια
  • νευρική βλάβη
  • προβλήματα στα πόδια

 

Μπορείτε να λάβετε μέτρα για να μειώσετε τις πιθανότητές σας να αναπτύξετε αυτά τα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με τον διαβήτη.

 

Πρόληψη

 

Απλά μέτρα τρόπου ζωής έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην πρόληψη ή την καθυστέρηση της εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2. Για να βοηθήσουν στην πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 και των επιπλοκών του, θα πρέπει:

 

  • Να επιτύχετε και να διατηρήσετε ένα υγιές σωματικό βάρος.
  • Να είστε σωματικά δραστήριοι – κάνοντας τουλάχιστον 30 λεπτά τακτικής, μέτριας έντασης δραστηριότητα τις περισσότερες ημέρες. Απαιτείται περισσότερη δραστηριότητα για τον έλεγχο του βάρους.
  • Να υιοθετήσετε μια υγιεινή διατροφή, αποφεύγοντας τη ζάχαρη και τα κορεσμένα λίπη. και
  • Να αποφύγετε τη χρήση καπνού – το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων

 

(Centers for Disease Control and Prevention. National diabetes statistics report, 2017. Centers for Disease Control and Prevention)

 

Διαβήτης και Διατροφή

 

Η ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη, εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, περιλαμβάνει την απώλεια βάρους,  αυξηση της φυσικής δραστηριότητας και υιοθέτηση της υγιεινής διατροφής. Ένα ισορροπημένο πρόγραμμα γευμάτων θα βοηθήσει ένα διαβητικό άτομο να βελτιώσει τα επίπεδα γλυκόζης, αρτηριακής πίεσης και χοληστερόλης στο αίμα του και επίσης θα τον βοηθήσει να διατηρήσει το βάρος του.

 

 

Τα άτομα με διαβήτη θα πρέπει να γνωρίζουν την έκταση και τη σημασία της νόσου, την αντιμετώπιση και τους τρόπους πρόληψης της. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί η ιδανική παρέμβαση για τους διαβητικούς ασθενείς . Ωστόσο τα εξατομικευμένα μακροχρόνια εντατικά προγράμματα, που χρησιμοποιούν συμπεριφοριστικά στοιχεία αλλά και εφαρμογές μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας, φαίνεται πως αποδίδουν ικανοποιητικά. Στα πλαίσια της θεραπευτικής αγωγής, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική η ομαλοποίηση του γλυκαιμικού ελέγχου, όπως επίσης η εγκαιρη αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου, με στόχο τη μείωση ή επιβράδυνση της εξέλιξης των χρόνιων επιπλοκών. Η συμβολή της κατάλληλης διατροφικής αγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντική στην πρόληψη ή διαχείριση υπάρχοντος σακχαρώδους διαβήτη, όπως επίσης και στην πορεία εξέλιξης των χρόνιων επιπλοκών του διαβήτη.